τάφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τάφος | οι | τάφοι |
| γενική | του | τάφου | των | τάφων |
| αιτιατική | τον | τάφο | τους | τάφους |
| κλητική | τάφε | τάφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ο τάφος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.

Η είσοδος του τάφου της Κλυταιμνήστρας στις Μυκήνες.
Ετυμολογία
- τάφος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τάφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈta.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐φος
Ουσιαστικό
τάφος αρσενικό
Πολυλεκτικοί όροι
- Άγιος Τάφος, Πανάγιος Τάφος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τάφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τάφος | οἱ | τάφοι |
| γενική | τοῦ | τάφου | τῶν | τάφων |
| δοτική | τῷ | τάφῳ | τοῖς | τάφοις |
| αιτιατική | τὸν | τάφον | τοὺς | τάφους |
| κλητική ὦ! | τάφε | τάφοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τάφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τάφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
τάφος < θέμα ταφ- < *θαφ- με ανομοίωση (δείτε και θάπτω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰembʰ- (θάβω, τάφος)[1]
Ουσιαστικό
τάφος, ου αρσενικό
Συγγενικά
δείτε και τα παράγωγά τους:
ετυμολογικό πεδίο
ταφ-
ταφ-
με θέμα ταφ-
- ἀταφία
- ἄταφος
- βλαψίταφος
- ἐνταφή
- ἐνταφήϊα
- ἐνταφίασις
- ἐνταφιασμός
- ἐνταφιαστής
- ἐνταφιαστικός
- ἐνταφιάζω
- ἐνταφιεύω
- ἐνταφιοπώλης
- ἐντάφιος
- ἐπιταφέω
- ἐπιτάφιος
- ἰβιοταφεῖον
- ἰβιοτάφος
- ἱερακοτάφος
- καινοτάφια
- καινόταφον
- καινόταφος
- κακόταφος
- κενοταφέω
- κενοτάφιον
- κηποτάφιον
- κοινοταφής
- κοινοτάφιον
- κριοτάφος
- κροκοδιλοτάφιον
- νεκροταφέω
- νεκροτάφη
- νεκροταφικός
- νεκροταφίς
- νεκροτάφος
- νεοταφής
- ξενοτάφιον
- συνενταφή
- σύνταφος
- συνταυροτάφος
- ταφαιών
- τάφειμα
- ταφεῖος
- ταφεύς
- ταφεών
- ταφή
- ταφήϊος
- ταφήιος
- ταφικόν
- τάφιος
- ταφοειδής
- ψευδοτάφιον
Ετυμολογία 2
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Τα λεξικά δίνουν και γενικές -εος -ους, αλλά μήπως είναι ελλειπτικό, και μόνο ονομαστική? ‑‑Sarri.greek ♫ | 13:06, 30 Ιανουαρίου 2023 (UTC) |
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | τάφος | τὰ | τάφη - τάφεᾰ |
| γενική | τοῦ | τάφους - τάφεος | τῶν | ταφῶν - ταφέων |
| δοτική | τῷ | τάφει - τάφεῐ̈ | τοῖς | τάφεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | τάφος | τὰ | τάφη - τάφεα |
| κλητική ὦ! | τάφος | τάφη - τάφεα | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τάφει - τάφεε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ταφοῖν - ταφέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
τάφος < τέθηπα → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τάφος, -εος ουδέτερο
- έκπληξη, θάμβος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 122
- τάφος δ' ἕλε πάντας ἰδόντας, / ὡς εὐκόσμως στῆσε
- κι έκπληξη κατέλαβε όλους εκείνους που έβλεπαν· πόσο όμορφα τα έστησε
- τάφος δ' ἕλε πάντας ἰδόντας, / ὡς εὐκόσμως στῆσε
- επίσης, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 441
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 122
Συγγενικά
- ταφεῖν
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τάφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τάφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.