χείριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χείριστος η χείριστη το χείριστο
      γενική του χείριστου της χείριστης του χείριστου
    αιτιατική τον χείριστο τη χείριστη το χείριστο
     κλητική χείριστε χείριστη χείριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χείριστοι οι χείριστες τα χείριστα
      γενική των χείριστων των χείριστων των χείριστων
    αιτιατική τους χείριστους τις χείριστες τα χείριστα
     κλητική χείριστοι χείριστες χείριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χείριστος < αρχαία ελληνική χείριστος υπερθετικός του επιθέτου χείρων και στη νεοελληνική του κακός μαζί με το κάκιστος

Επίθετο

χείριστος (το θηλυκό λόγια και χειρίστη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.