τελευταίως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τελευταίως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τελευταίως [1] < αρχαία ελληνική τελευταῖος

Προφορά

ΔΦΑ : /te.leˈfte.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τελευταίως
ομόηχο: τελευταίος

Επίρρημα

τελευταίως

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.