προτελευταίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προτελευταίος | η | προτελευταία | το | προτελευταίο |
| γενική | του | προτελευταίου | της | προτελευταίας | του | προτελευταίου |
| αιτιατική | τον | προτελευταίο | την | προτελευταία | το | προτελευταίο |
| κλητική | προτελευταίε | προτελευταία | προτελευταίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προτελευταίοι | οι | προτελευταίες | τα | προτελευταία |
| γενική | των | προτελευταίων | των | προτελευταίων | των | προτελευταίων |
| αιτιατική | τους | προτελευταίους | τις | προτελευταίες | τα | προτελευταία |
| κλητική | προτελευταίοι | προτελευταίες | προτελευταία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προτελευταίος < προ- + τελευταίος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προ και τελευταίος
Μεταφράσεις
προτελευταίος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.