ύστατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ύστατος | η | ύστατη | το | ύστατο |
| γενική | του | ύστατου | της | ύστατης | του | ύστατου |
| αιτιατική | τον | ύστατο | την | ύστατη | το | ύστατο |
| κλητική | ύστατε | ύστατη | ύστατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ύστατοι | οι | ύστατες | τα | ύστατα |
| γενική | των | ύστατων | των | ύστατων | των | ύστατων |
| αιτιατική | τους | ύστατους | τις | ύστατες | τα | ύστατα |
| κλητική | ύστατοι | ύστατες | ύστατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ύστατος < αρχαία ελληνική ὕστατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.