προθεσμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προθεσμία οι προθεσμίες
      γενική της προθεσμίας των προθεσμιών
    αιτιατική την προθεσμία τις προθεσμίες
     κλητική προθεσμία προθεσμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προθεσμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προθεσμία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.θeˈzmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προθεσμία

Ουσιαστικό

προθεσμία θηλυκό

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προθεσμί αἱ προθεσμίαι
      γενική τῆς προθεσμίᾱς τῶν προθεσμιῶν
      δοτική τῇ προθεσμί ταῖς προθεσμίαις
    αιτιατική τὴν προθεσμίᾱν τὰς προθεσμίᾱς
     κλητική ! προθεσμί προθεσμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προθεσμί
γεν-δοτ τοῖν  προθεσμίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προθεσμία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου προθέσμιος (από το προθεσμία ἡμέρα)

Ουσιαστικό

προθεσμία θηλυκό

  • προσυμφωνημένη ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να πληρωθεί κάποιο ποσό ή να γίνει κάποια ενέργεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.