προπατορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπατορικός η προπατορική το προπατορικό
      γενική του προπατορικού της προπατορικής του προπατορικού
    αιτιατική τον προπατορικό την προπατορική το προπατορικό
     κλητική προπατορικέ προπατορική προπατορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπατορικοί οι προπατορικές τα προπατορικά
      γενική των προπατορικών των προπατορικών των προπατορικών
    αιτιατική τους προπατορικούς τις προπατορικές τα προπατορικά
     κλητική προπατορικοί προπατορικές προπατορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προπατορικός < ελληνιστική κοινή προπατορικός < αρχαία ελληνική προπάτωρ < πρό + πατήρ

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.pa.to.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προπατορικός

Επίθετο

προπατορικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.