προπάτωρ
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Αν υπάρχει και η κλητική σε -ωρ αλλού ‑‑Sarri.greek ♫ | 00:39, 11 Ιανουαρίου 2023 (UTC) |
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | προπάτωρ | οἱ | προπάτορες |
| γενική | τοῦ | προπάτορος | τῶν | προπατόρων |
| δοτική | τῷ | προπάτορῐ | τοῖς | προπάτορσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | προπάτορᾰ | τοὺς | προπάτορᾰς |
| κλητική ὦ! | προπάτωρ * | προπάτορες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προπάτορε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προπατόροιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Η κλητική με -ωρ αντί -ορ, όπως στον Σοφοκλή (Αίας, 387). | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προπάτωρ, -ορος αρσενικό
- (οικογένεια) προπάτορας
- γενάρχης
- (στον πληθυντικό) προπάτορες: οι πρόγονοι
Πηγές
- προπάτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προπάτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.