Εύα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Εύα οι Εύες
      γενική της Εύας
    αιτιατική την Εύα τις Εύες
     κλητική Εύα Εύες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Η Εύα της Παλαιάς Διαθήκης στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αδάμ, Εύα του Τζουλιάνο Μπουτζαρντίνι (1475-1555)

Ετυμολογία

Εύα < ελληνιστική κοινή Εὔα < εβραϊκή חוה (khavá)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.va/

Κύριο όνομα

Εύα θηλυκό

  1. (θρησκεία) το όνομα της πρώτης γυναίκας, συζύγου του Αδάμ
  2. γυναικείο όνομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.