παράδεισος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παράδεισος οι παράδεισοι
      γενική του παραδείσου
& παράδεισου
των παραδείσων
    αιτιατική τον παράδεισο τους παραδείσους
& παράδεισους
     κλητική παράδεισε παράδεισοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράδεισος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παράδεισος (σημασιολογικό δάνειο) εβραϊκή < αρχαία ελληνική ("κλειστός κήπος")[1]
παράδεισος μεταφορική σημασία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική paradis < υστερολατινική paradisus < ελληνιστική κοινή παράδεισος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.ði.sos/

Ουσιαστικό

παράδεισος αρσενικό (& ιδιωματικό θηλυκό)

  1. (θρησκεία) σύμφωνα με μερικές θρησκείες, ο αιώνιος τόπος γαλήνης και ευτυχίας, όπου πηγαίνουν οι ψυχές των ανθρώπων, όταν αυτοί πεθάνουν
     συνώνυμα: παράδεισο, Εδέμ
  2. (κατ’ επέκταση) τόπος μαγευτικός, πάρα πολύ όμορφος, ονειρεμένος
    αυτό το νησί είναι ένας πραγματικός παράδεισος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράδεισος οἱ παράδεισοι
      γενική τοῦ παραδείσου τῶν παραδείσων
      δοτική τῷ παραδείσ τοῖς παραδείσοις
    αιτιατική τὸν παράδεισον τοὺς παραδείσους
     κλητική ! παράδεισε παράδεισοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραδείσω
γεν-δοτ τοῖν  παραδείσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράδεισος < (άμεσο δάνειο) αρχαία περσική /αβεστική 𐬞𐬀𐬌𐬭𐬌𐬸𐬛𐬀𐬉𐬰𐬀 (pairi.daēza περίβολος, περίκλειστος χώρος) < 𐬞𐬀𐬌𐬭𐬌 (pairi περί) + 𐬛𐬀𐬉𐬰𐬀 (daēza τοίχος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dheig (μπήγω, στερεώνω)

Ουσιαστικό

παράδεισος αρσενικό (& παράδισος)

  1. περίφρακτος κατάφυτος λειμώνας (αρχικά Πέρση άρχοντα) με άγρια ζώα για κυνήγι
  2. (ελληνιστική σημασία , θρησκεία) κήπος της Εδέμ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.