π.χ.
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
π.χ.
<
π
αραδείγματος
χ
άριν
Προφορά
ΔΦΑ
: /
pa.ɾaˈðiɣ.ma.tos ˈxa.ɾin
/ (
ως συντομογραφία
)
ΔΦΑ
: /
ˈpi ˈçi
/ (
ως αρκτικόλεξο, στον προφορικό λόγο
)
ΔΦΑ
: /
ˈpu ˈxu
/ (
ως αρκτικόλεξο, προφορικό, ανεπίσημο
)
Συντομομορφή
π.χ.
συντομογραφία
(
ή προφορικό:
αρκτικόλεξο
)
παραδείγματος χάριν
, για
παράδειγμα
Μεταφράσεις
π.χ.
αγγλικά
:
e.g.
(en)
γαλλικά
:
p. ex.
(fr)
λατινικά
:
e.g.
(la)
,
v.g.
(la)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.