προ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προ< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρό

Πρόθεση

προ (+ γενική)

  1. μπροστά από
    Βρεθήκαμε προ τετελεσμένων γεγονότων.
  2. πριν από
    Αυτά έγιναν προ Χριστού.
    Η ώρα είναι 6:00 προ μεσημβρίας.

Σύνθετα

  • προ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα προ- στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.