έξωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έξωση οι εξώσεις
      γενική της έξωσης* των εξώσεων
    αιτιατική την έξωση τις εξώσεις
     κλητική έξωση εξώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έξωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔξωσις (εκκένωση, αρχαία σημασία: μετατόπιση) < αρχαία ελληνική ἐξωθέω / ἐξωθῶ < ὠθέω / ὠθῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική expulsion)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.kso.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έξωση

Ουσιαστικό

έξωση θηλυκό

  1. (νομικός όρος) το διώξιμο ενός ενοικιαστή από το ακίνητο που νοικιάζει
  2. (λόγιο) το διώξιμο μονάρχη απ’ τη χώρα μετά από εκθρόνιση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.