Αδάμ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Αδάμ < ελληνιστική κοινή Ἀδάμ < εβραϊκή אדם ('Adam)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈðam/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αδάμ

Κύριο όνομα

Αδάμ αρσενικό άκλιτο

  1. (θρησκεία) ο πρωτόπλαστος, ο πρώτος άνθρωπος, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο προπάτορας του ανθρώπινου γένους
  2. ανδρικό όνομα
  3. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Μεταφράσεις

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.