πρωτόπλαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτόπλαστος | η | πρωτόπλαστη | το | πρωτόπλαστο |
| γενική | του | πρωτόπλαστου | της | πρωτόπλαστης | του | πρωτόπλαστου |
| αιτιατική | τον | πρωτόπλαστο | την | πρωτόπλαστη | το | πρωτόπλαστο |
| κλητική | πρωτόπλαστε | πρωτόπλαστη | πρωτόπλαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτόπλαστοι | οι | πρωτόπλαστες | τα | πρωτόπλαστα |
| γενική | των | πρωτόπλαστων | των | πρωτόπλαστων | των | πρωτόπλαστων |
| αιτιατική | τους | πρωτόπλαστους | τις | πρωτόπλαστες | τα | πρωτόπλαστα |
| κλητική | πρωτόπλαστοι | πρωτόπλαστες | πρωτόπλαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτόπλαστος < ελληνιστική κοινή πρωτόπλαστος < αρχαία ελληνική πρῶτος + πλάσσω, μορφολογικά αναλύεται πρωτό- + -πλαστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.