προπάτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προπάτορας | οι | προπάτορες |
| γενική | του | προπάτορα | των | προπατόρων |
| αιτιατική | τον | προπάτορα | τους | προπάτορες |
| κλητική | προπάτορα | προπάτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προπάτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπάτωρ[1] < πρό + πατήρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈpa.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πά‐το‐ρας
Συγγενικά
- προπατορικός
- προπατέρες
- → δείτε τις λέξεις προ και πατέρας
Αναφορές
- προπάτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.