θρησκεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θρησκεία | οι | θρησκείες |
| γενική | της | θρησκείας | των | θρησκειών |
| αιτιατική | τη | θρησκεία | τις | θρησκείες |
| κλητική | θρησκεία | θρησκείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θρησκεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θρησκεία (αρχαία ελληνική σημασία: θρησκευτική τελετή)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θɾiˈsci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρη‐σκεί‐α
Ουσιαστικό
θρησκεία θηλυκό
Συγγενικά
- άθρησκος
- αλλαξοθρησκία
- αλλόθρησκος
- ανεξιθρησκία
- ανεξίθρησκος
- αντιθρησκευτικός
- αντίθρησκος
- αποθρησκευτικοποίηση
- αρνησιθρησκία
- αρνησίθρησκος
- ηθικοθρησκευτικός
- θρησκειολογία
- θρησκειολόγος
- θρήσκευμα
- θρησκεύομαι, θρησκεύω, θρησκευόμενος
- θρησκευτικά
- θρησκευτικός
- θρησκευτικότητα
- θρησκόληπτος
- θρησκοληψία
- θρήσκος, θρήσκα, θρήσκο
- ομόθρησκος
Μεταφράσεις
θρησκεία
|
Αναφορές
- θρησκεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- θρησκεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θρησκεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.