πατήρ

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

πατήρ αρσενικό

  1. τίτλος για ιερείς
    σε αυτή την εκκλησία λειτουργεί ο πατήρ Γεώργιος
     και δείτε τη λέξη πάτερ
  2. (καθαρεύουσα) πατέρας όπως στο αρχαίο πατήρ



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πατηρ- πατερ- πατρ-
ονομαστική πατήρ οἱ πατέρες
      γενική τοῦ πατρός
& επικός:πατέρος
τῶν πατέρων
μόνο στην Οδύσσεια: πατρῶν
      δοτική τῷ πατρῐ́
& επικός:πατέρ
τοῖς πατρᾰ́σῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πατέρ τοὺς πατέρᾰς
     κλητική ! πάτερ πατέρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πατέρε
γεν-δοτ τοῖν  πατέροιν
3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'πατήρ' όπως «πατήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατήρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr. Από την ίδια ρίζα και το λατινικό pater, το σανσκριτικό पितृ (pitṛ), το αρχαίο αρμενικό հայր (hayr) και το πρωτογερμανικό *fadēr (αρχαίο αγγλικό fæder > αγγλικό father, γερμανικό Vater κλπ)

Ουσιαστικό

πατήρ αρσενικό

  1. (οικογένεια) πατέρας, γονιός
  2. πρωτουργός, πρωταίτιος
  3. (προσφώνηση) προσφώνηση, από σεβασμό, ηλικιωμένου άντρα
    ξεῖνε πάτερ

Εκφράσεις

  • οἱ πατέρες: οι πρόγονοι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.