πατήρ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
πατήρ αρσενικό
- τίτλος για ιερείς
- σε αυτή την εκκλησία λειτουργεί ο πατήρ Γεώργιος
- → και δείτε τη λέξη πάτερ
- (καθαρεύουσα) πατέρας όπως στο αρχαίο πατήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πατηρ- πατερ- πατρ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | πατήρ | οἱ | πατέρες | |
| γενική | τοῦ | πατρός & επικός:πατέρος |
τῶν | πατέρων μόνο στην Οδύσσεια: πατρῶν | |
| δοτική | τῷ | πατρῐ́ & επικός:πατέρῐ |
τοῖς | πατρᾰ́σῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | πατέρᾰ | τοὺς | πατέρᾰς | |
| κλητική ὦ! | πάτερ | πατέρες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πατέρε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πατέροιν | |||
| 3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'πατήρ' όπως «πατήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πατήρ αρσενικό
- (οικογένεια) πατέρας, γονιός
- πρωτουργός, πρωταίτιος
- (προσφώνηση) προσφώνηση, από σεβασμό, ηλικιωμένου άντρα
- ↪ ξεῖνε πάτερ
Εκφράσεις
- οἱ πατέρες: οι πρόγονοι
Πηγές
- πατήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πατήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.