πράσινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πράσινος | η | πράσινη | το | πράσινο |
| γενική | του | πράσινου | της | πράσινης | του | πράσινου |
| αιτιατική | τον | πράσινο | την | πράσινη | το | πράσινο |
| κλητική | πράσινε | πράσινη | πράσινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πράσινοι | οι | πράσινες | τα | πράσινα |
| γενική | των | πράσινων | των | πράσινων | των | πράσινων |
| αιτιατική | τους | πράσινους | τις | πράσινες | τα | πράσινα |
| κλητική | πράσινοι | πράσινες | πράσινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Διάφορες αποχρώσεις του πράσινου
Ετυμολογία
- πράσινος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πράσινος
- για τους οικολόγους πράσινους < σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Grünen
Επίθετο
πράσινος, -η, -ο
- που έχει το χρώμα των φύλλων των χλωροφυλλικών φυτών
πράσινος (χρώμα):
- χλωρός
- (ουσιαστικοποιημένο) πράσινο:
- το πράσινο χρώμα
- (συνεκδοχικά) η χλωρίδα
- το πράσινο φανάρι (όταν ο σηματοδότης δείχνει πράσινο)
- (ουσιαστικοποιημένο) πράσινοι:
- (πολιτική) κόμμα που έχει ψηλά στην πολιτική του ατζέντα τα περιβαλλοντικά ζητήματα
- (ιστορία) αθλητική ομάδα του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο
- παρατσούκλι ομάδων που έχουν το πράσινο χρώμα στις φανέλες τους
- 3 παρατσούκλι των φιλάθλων ή οπαδών των παραπάνω ομάδων
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
- (δίνω) το πράσινο φως
- πράσινα άλογα
- για το φανάρι → δείτε τη λέξη πράσινο
Συγγενικά
Σύνθετα
- πρασινο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πρασινο- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
και
Μεταφράσεις
πράσινος
οικολόγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πράσινος | τὸ | πράσινον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πρασίνου | τοῦ | πρασίνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πρασίνῳ | τῷ | πρασίνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πράσινον | τὸ | πράσινον | ||
| κλητική ὦ! | πράσινε | πράσινον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πράσινοι | τὰ | πράσινᾰ | ||
| γενική | τῶν | πρασίνων | τῶν | πρασίνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πρασίνοις | τοῖς | πρασίνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πρασίνους | τὰ | πράσινᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πράσινοι | πράσινᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρασίνω | τὼ | πρασίνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πρασίνοιν | τοῖν | πρασίνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πράσινος < πράσον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- πράσινος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πράσινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.