καταπράσινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπράσινος η καταπράσινη το καταπράσινο
      γενική του καταπράσινου της καταπράσινης του καταπράσινου
    αιτιατική τον καταπράσινο την καταπράσινη το καταπράσινο
     κλητική καταπράσινε καταπράσινη καταπράσινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπράσινοι οι καταπράσινες τα καταπράσινα
      γενική των καταπράσινων των καταπράσινων των καταπράσινων
    αιτιατική τους καταπράσινους τις καταπράσινες τα καταπράσινα
     κλητική καταπράσινοι καταπράσινες καταπράσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταπράσινος < κατα- + πράσινος

Επίθετο

καταπράσινος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.