πρασινάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρασινάδα οι πρασινάδες
      γενική της πρασινάδας των πρασινάδων
    αιτιατική την πρασινάδα τις πρασινάδες
     κλητική πρασινάδα πρασινάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρασινάδα < από το πράσινος.

Ουσιαστικό

πρασινάδα θηλυκό

  1. Η χλόη, τα χαμηλά χόρτα.
    Μα τι πρασινάδα έχει εδώ!
    Φάγαμε και μετά ξαπλώσαμε στην πρασινάδα.
  2. Το πράσινο χρώμα.
    Η πρασινάδα των ματιών της με ζαλίζει!

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.