πρασινάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρασινάδα | οι | πρασινάδες |
| γενική | της | πρασινάδας | των | πρασινάδων |
| αιτιατική | την | πρασινάδα | τις | πρασινάδες |
| κλητική | πρασινάδα | πρασινάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρασινάδα < από το πράσινος.
Ουσιαστικό
πρασινάδα θηλυκό
- Η χλόη, τα χαμηλά χόρτα.
- Μα τι πρασινάδα έχει εδώ!
- Φάγαμε και μετά ξαπλώσαμε στην πρασινάδα.
- Το πράσινο χρώμα.
- Η πρασινάδα των ματιών της με ζαλίζει!
Συγγενικά
- πράσινος
- πράσινο
- πρασινίζω
- πρασίνισμα
- πρασινίλα
- πρασινωπός
- πρασινούλης
- πρασινούλικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.