πράσον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πράσον τὰ πράσ
      γενική τοῦ πράσου τῶν πράσων
      δοτική τῷ πράσ τοῖς πράσοις
    αιτιατική τὸ πράσον τὰ πράσ
     κλητική ! πράσον πράσ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πράσω
γεν-δοτ τοῖν  πράσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πράσον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πράσον ουδέτερο

  1. (λαχανικό) το πράσο
  2. (φυτό) θαλάσσιο φυτό που μοιάζει με το πράσο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.