πρασινίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρασινίλα οι πρασινίλες
      γενική της πρασινίλας
    αιτιατική την πρασινίλα τις πρασινίλες
     κλητική πρασινίλα πρασινίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρασινίλα < πράσινος + -ίλα

Ουσιαστικό

πρασινίλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.