πράσο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πράσο τα πράσα
      γενική του πράσου των πράσων
    αιτιατική το πράσο τα πράσα
     κλητική πράσο πράσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πράσα
μαγειρεμένα πράσα

Ετυμολογία

πράσο < αρχαία ελληνική πράσον

Ουσιαστικό

πράσο ουδέτερο

  1. (λαχανικό) ποώδες, διετές, ιθαγενές φυτό που ανήκει στο γένος Άλλιο της οικογένειας των Λειριοειδών, χρησιμοποιείται στην μαγειρική και συγγενεύει με το κρεμμύδι
  2. (ειδικότερα) το στέλεχος του φυτού αυτού χωρίς το βολβό
  3. (συνήθως στον πληθυντικό)
    1. (συνεκδοχικά, γαστρονομία) το φαγητό που γίνεται με πράσα
    2. (μεταφορικά) μαλλιά ίσια

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.