Βυζάντιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Βυζάντιο | ||
| γενική | του | Βυζαντίου & Βυζάντιου | ||
| αιτιατική | το | Βυζάντιο | ||
| κλητική | Βυζάντιο | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βυζάντιο (πόλη) < αρχαία ελληνική Βυζάντιον < Βύζας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhug’os (κερασφόρο αρσενικό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰuǵ- (τράγος, κριάρι)
- (ιστορικός όρος) < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική Byzantium για να περιγράψει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους κατοίκους της, πρωτοχρησιμοποιήθκε από τον Ιερώνυμο Βολφ στο έργο του Corpus Historiae Byzantinae στα 1557.
Προφορά
- ΔΦΑ : /viˈzan.di.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βυ‐ζά‐ντι‐ο
Κύριο όνομα
Βυζάντιο ουδέτερο
- αρχαία πόλη που ιδρύθηκε από τους Μεγαρείς στο Βόσπορο, δίπλα στον Κεράτιο κόλπο, και αργότερα ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη, όταν έγινε πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους
- (συνεκδοχικά, ιστορία) η Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πόλη
|
ιστορικός όρος
|
→ δείτε τη λέξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.