παρατσούκλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρατσούκλι | τα | παρατσούκλια |
| γενική | του | παρατσουκλιού | των | παρατσουκλιών |
| αιτιατική | το | παρατσούκλι | τα | παρατσούκλια |
| κλητική | παρατσούκλι | παρατσούκλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρατσούκλι < μεσαιωνική ελληνική παρατσούκλιον (ίσως: < (ελληνιστική κοινή) παράτιτλον < τίτλος)
Ουσιαστικό
παρατσούκλι ουδέτερο
- ένα μοναδικό και συνήθως περίεργο όνομα, δημιουργημένο από μία παρέα ή ομάδα, που πολλές φορές βασίζεται σε κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου ή ιδιαίτερο σημείο αναφοράς στη ζωή του με το οποίο τον αποκαλούν κοροϊδευτικά, φιλικά ή χαϊδευτικά είτε χάριν συντομίας είτε και ως κώδικοποιημένο τρόπο αναφοράς σε αυτόν
Μεταφράσεις
παρατσούκλι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.