πράσινο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πράσινο τα πράσινα
      γενική του πράσινου των πράσινων
    αιτιατική το πράσινο τα πράσινα
     κλητική πράσινο πράσινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πράσινο: ουδέτερο του πράσινος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾa.si.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πράσινο

Ουσιαστικό

πράσινο ουδέτερο

  1. (χρώμα) το πράσινο χρώμα, το χρώμα της χλωροφύλλης
    πράσινο (χρώμα):   
    τι χρώμα είναι το στυλό σου; Πράσινο
  2. (συνεκδοχικά) η χλωρίδα, η βλάστηση μιας περιοχής
    έχει πολύ πράσινο
     συνώνυμα: πρασινάδα
  3. το πράσινο φανάρι (όταν ο σηματοδότης δείχνει πράσινο)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πράσινος

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πράσινο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.