υποπράσινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποπράσινος η υποπράσινη το υποπράσινο
      γενική του υποπράσινου της υποπράσινης του υποπράσινου
    αιτιατική τον υποπράσινο την υποπράσινη το υποπράσινο
     κλητική υποπράσινε υποπράσινη υποπράσινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποπράσινοι οι υποπράσινες τα υποπράσινα
      γενική των υποπράσινων των υποπράσινων των υποπράσινων
    αιτιατική τους υποπράσινους τις υποπράσινες τα υποπράσινα
     κλητική υποπράσινοι υποπράσινες υποπράσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υποπράσινος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑποπράσινος (μαρτυρείται από το 1817)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + πράσινος

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈpɾa.si.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποπράσινος

Επίθετο

υποπράσινος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1055, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.