πολιτεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολιτεία | οι | πολιτείες |
| γενική | της | πολιτείας | των | πολιτειών |
| αιτιατική | την | πολιτεία | τις | πολιτείες |
| κλητική | πολιτεία | πολιτείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολιτεία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πολιτεία < αρχαία ελληνική πολιτεία
- για τις διοικητικές υποδιαιρέσεις κράτους < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική state
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.liˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐τεί‐α
Ουσιαστικό
πολιτεία θηλυκό
- οι θεσμοί μιας χώρας που αυτή εποπτεύει ως η ενιαία έκφραση μιας οργανωμένης κοινότητας ανθρώπων
- το έδαφος, οι κάτοικοι και η πολιτική εξουσία μαζί συνιστώντας τις τρεις κυριαρχίες
- το καθένα από τα ομόσπονδα κράτη που συγκροτούν τις ΗΠΑ
- ο τρόπος που έζησε κάποιος τη ζωή του, ο τρόπος συμπεριφοράς αυτού του ατόμου, η διαγωγή του
- ↪ ο βίος και η πολιτεία του τάδε
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολιτεία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πολιτείᾱ | αἱ | πολιτεῖαι |
| γενική | τῆς | πολιτείᾱς | τῶν | πολιτειῶν |
| δοτική | τῇ | πολιτείᾳ | ταῖς | πολιτείαις |
| αιτιατική | τὴν | πολιτείᾱν | τὰς | πολιτείᾱς |
| κλητική ὦ! | πολιτείᾱ | πολιτεῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολιτείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολιτείαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
πολιτεία < πολιτεύομαι < πολίτης
Ουσιαστικό
πολιτεία θηλυκό
- (πολιτική) η ιδιότητα και τα δικαιώματα του πολίτη, τα πολιτικά δικαιώματα
- ο βίος του πολίτη, η πολιτική ζωή
- ως σύνολο, το άθροισμα των πολιτών
- ο βίος και η πολιτεία ενός πολιτικού άνδρα, κυβέρνησης, διοίκησης
- (με περιληπτική σημασία) τα μέτρα της κυβέρνησης
- πολιτική συγκρότηση, σύσταση και σύνθεση ενός κράτους
- είδος πολιτεύματος
- δημοκρατία, κοινοπολιτεία
- ιωνικός τύπος : πολιτηίη
Πηγές
- πολιτεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολιτεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.