staat
Ολλανδικά
(nl)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
staat
(nl)
κατάσταση
πολιτεία
κράτος
Ρηματικός τύπος
staat
(nl)
2ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος
staan
3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος
staan
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.