ισοπολιτεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισοπολιτεία οι ισοπολιτείες
      γενική της ισοπολιτείας των ισοπολιτειών
    αιτιατική την ισοπολιτεία τις ισοπολιτείες
     κλητική ισοπολιτεία ισοπολιτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισοπολιτεία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ισοπολιτεία θηλυκό

  1. είναι η ίση πρόσβαση και συμμετοχή όλων στα δημόσια αξιώματα και τις αρχές
  2. η ισονομία, η ισότητα των πολιτών απέναντι στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που διαθέτουν απέναντι στο κράτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.