κοινοπολιτεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινοπολιτεία οι κοινοπολιτείες
      γενική της κοινοπολιτείας των κοινοπολιτειών
    αιτιατική την κοινοπολιτεία τις κοινοπολιτείες
     κλητική κοινοπολιτεία κοινοπολιτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινοπολιτεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοινοπολιτεία < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική commonwealth[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κοινο- + πολιτεία

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.no.po.liˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινοπολιτεία

Ουσιαστικό

κοινοπολιτεία θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές




Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοινοπολιτεί αἱ κοινοπολιτεῖαι
      γενική τῆς κοινοπολιτείᾱς τῶν κοινοπολιτειῶν
      δοτική τῇ κοινοπολιτεί ταῖς κοινοπολιτείαις
    αιτιατική τὴν κοινοπολιτείᾱν τὰς κοινοπολιτείᾱς
     κλητική ! κοινοπολιτεί κοινοπολιτεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοινοπολιτεί
γεν-δοτ τοῖν  κοινοπολιτείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινοπολιτεία < κοινο- + πολιτεία

Ουσιαστικό

κοινοπολιτεία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.