πολίτευμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πολίτευμα | τα | πολιτεύματα |
| γενική | του | πολιτεύματος | των | πολιτευμάτων |
| αιτιατική | το | πολίτευμα | τα | πολιτεύματα |
| κλητική | πολίτευμα | πολιτεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολίτευμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολίτευμα
Ουσιαστικό
πολίτευμα ουδέτερο
- πολιτειακό καθεστώς μιας χώρας με βάση το σύνταγμα
- (νομικός όρος) το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής εξουσίας σ' ένα κράτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πολίτευμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολίτευμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.