πολιτειοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολιτειοκρατία | οι | πολιτειοκρατίες |
| γενική | της | πολιτειοκρατίας | των | πολιτειοκρατιών |
| αιτιατική | την | πολιτειοκρατία | τις | πολιτειοκρατίες |
| κλητική | πολιτειοκρατία | πολιτειοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πολιτειοκρατία θηλυκό
- διοικητικό σύστημα στο οποίο η πολιτεία ασκεί τη διοίκηση και το έλεγχο εκκλησιαστικών θεμάτων και όχι η εκκλησία
- ※ Στην πολιτειοκρατία η εκκλησία εκλαμβάνεται ως μία κρατική υπηρεσία που υπάγεται στη δικαιοδοσία της πολιτείας και ελέγχεται πλήρως από το κράτος. (Σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας, Γιάννης Κοκόρης )
- ≠ αντώνυμα: εκκλησιοκρατία
- ≈ συνώνυμα: καισαροπαπισμός
Μεταφράσεις
πολιτειοκρατία
|
|
Πηγές
- πολιτειοκρατία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.