estado

Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
estado estados

Ουσιαστικό

estado (es) αρσενικό

  1. η κατάσταση
  2. η πολιτεία
  3. το κράτος



Πορτογαλικά (pt)

ενικός πληθυντικός
estado estados

Ουσιαστικό

estado (pt) αρσενικό

  1. η κατάσταση
  2. η πολιτεία
  3. το κράτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.