πολιτειολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτειολογία οι πολιτειολογίες
      γενική της πολιτειολογίας των πολιτειολογιών
    αιτιατική την πολιτειολογία τις πολιτειολογίες
     κλητική πολιτειολογία πολιτειολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολιτειολογία (μαρτυρείται από το 1888)[1] < πολιτει(α) + -ο- + -λογία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική politologie

Ουσιαστικό

πολιτειολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 822, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.