πολιτειακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολιτειακός | η | πολιτειακή | το | πολιτειακό |
| γενική | του | πολιτειακού | της | πολιτειακής | του | πολιτειακού |
| αιτιατική | τον | πολιτειακό | την | πολιτειακή | το | πολιτειακό |
| κλητική | πολιτειακέ | πολιτειακή | πολιτειακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολιτειακοί | οι | πολιτειακές | τα | πολιτειακά |
| γενική | των | πολιτειακών | των | πολιτειακών | των | πολιτειακών |
| αιτιατική | τους | πολιτειακούς | τις | πολιτειακές | τα | πολιτειακά |
| κλητική | πολιτειακοί | πολιτειακές | πολιτειακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολιτειακός (μαρτυρείται από το 1885)[1] < πολιτεί(α) + -ακός[2]
Επίθετο
πολιτειακός -ή -ό
Αναφορές
- σελ. 822, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- πολιτειακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.