συμπολιτεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπολιτεία | οι | συμπολιτείες |
| γενική | της | συμπολιτείας | των | συμπολιτειών |
| αιτιατική | τη | συμπολιτεία | τις | συμπολιτείες |
| κλητική | συμπολιτεία | συμπολιτείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπολιτεία < (ελληνιστική κοινή) συμπολιτεία, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική confédé ration & (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική confederacy[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.bo.liˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπο‐λι‐τεί‐α
Ουσιαστικό
συμπολιτεία θηλυκό
- η πολιτική ένωση πόλεων κρατών στην αρχαία Ελλάδα συστείνοντας μια πρώιμη μορφή συνομοσπονδίωσης
- η Αχαϊκή και η Αιτωλική συμπολιτεία
- η ένωση πολλὠν κρατών (αυτοδιοικούμενων) κάτω από μια ενιαία συνδιοίκηση της κεντρικής κυβέρνησης, η ομοσπονδία
- η αμερικανική συμπολιτεία
Συγγενικά
Αναφορές
- συμπολιτεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.