δημόσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το δημόσιο
      γενική του δημοσίου
& δημόσιου
    αιτιατική το δημόσιο
     κλητική δημόσιο
Συγκρίνετε με την κλίση του ουδέτερου
στο επίθετο δημόσιος.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημόσιο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δημόσιος

Ουσιαστικό

δημόσιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • το κράτος, η πολιτεία
    από τη σύμβαση προέκυψε ζημία του δημοσίου ύψους πολλών εκατομμυρίων

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δημόσιο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του δημόσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δημόσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.