πολιτεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πολιτεύομαι ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Θουκυδίδη[1]< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολιτεύομαι < (αρχαία ελληνικά πολιτεύω)

Ρήμα

πολιτεύομαι

  1. συμμετέχω, παίρνω ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή ενός τόπου
    Πολιτεύεται στην ιδιαίτερη εκλογική του περιφέρεια.
    Aπό τότε που άρχισε να πολιτεύεται εγκατέλειψε τη δικηγορία.
  2. συμπεριφέρομαι, ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο
    Σε όλη του τη ζωή πολιτεύτηκε άψογα.
  3. χειρίζομαι κάτι ιδίως με διπλωματικότητα και με ευελιξία
    Tο πολιτεύτηκε έξυπνα το ζήτημα.

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πολιτεύομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.