διαγωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαγωγή | οι | διαγωγές |
| γενική | της | διαγωγής | των | διαγωγών |
| αιτιατική | τη | διαγωγή | τις | διαγωγές |
| κλητική | διαγωγή | διαγωγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαγωγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαγωγή (μεταφορά, τρόπος που περνάμε τον καιρό) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conduite.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (δια) δι- & αγωγή.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.ɣoˈʝi/ & /ðʝa.ɣoˈʝi/
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐γω‐γή
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- διαγωγή κοσμία
- διαγωγή κοσμιωτάτη
Μεταφράσεις
διαγωγή
Αναφορές
- διαγωγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διαγωγή | αἱ | διαγωγαί |
| γενική | τῆς | διαγωγῆς | τῶν | διαγωγῶν |
| δοτική | τῇ | διαγωγῇ | ταῖς | διαγωγαῖς |
| αιτιατική | τὴν | διαγωγήν | τὰς | διαγωγᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | διαγωγή | διαγωγαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαγωγᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαγωγαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διαγωγή θηλυκό
- η μεταβίβαση, η μεταφορά
- η διασκέδαση
- ο τρόπος ζωής
- (μεταφορικά) η διαπαιδαγώγηση, η καθοδήγηση
Πηγές
- διαγωγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαγωγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.