πλέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλέω

Ρήμα

πλέω, πρτ.: έπλεα, αόρ.: έπλευσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ταξιδεύω σε λίμνη, ποταμό ή θάλασσα
  2. (μεταφορικά) έχω κάτι σε μεγάλη ποσότητα
  3. επιπλέω

Εκφράσεις

Συγγενικά

από την ίδια ρίζα: πλένω, πλούτος, πνεύμονας

Σύνθετα

σύνθετα του ρήματος:

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πλέω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλέω

Ρήμα

πλέω

Συγγενικά

  • πλεούμενον

σύνθετα του ρήματος

  • ἀνταναπλέω
  • ἐναποπλέω
  • ἐπεκπλέω
  • καθυποπλέω
  • παρεκπλέω
  • προαποπλέω
  • προεκπλέω
  • προκαταπλέω
  • προπλέω
  • προσαναπλέω
  • προσεμπλέω
  • προσεπιπλέω
  • θέμα πλευσ-  δείτε τη λέξη πλεῦσις
  • θέμα πλου-  δείτε τη λέξη πλοῦς
  • θέμα πλωτ-  δείτε τη λέξη πλωτός

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πλέω, ήδη ομηρικό < *πλέϝ-ω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plew- (πλέω, ρέω, κολυμπάω). Συγγενή: το πλύνω, η γερμανική Flut, η αγγλική flood. [1]

Ρήμα

πλέω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή)

  • πλέω όπως και στα νέα ελληνικά

  • επικός τύπος: πλείω
  • επικός & ιωνικός τύπος: πλώω

Εκφράσεις

  • οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον

Συγγενικά

θέμα *πλεϝ-

θέμα *πλοϝ- *πλωϝ-

θέμα πλυ-

Σύνθετα

σύνθετα του ρήματος:

Κλίση

Πηγές

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.