πλεῦσις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πλεῦσις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πλεῦσις
Συγγενικά
θέμα πλευσ-, πλευτ-
- ἀδιάπλευστος
- ἀνάπλευσις
- ἀντεπίπλευσις
- ἄπλευστος
- ἀπόπλευσις
- διαπλευστέον
- διέκπλευσις
- δυσδιάπλευστος
- δυσεκπλεύστως
- δύσπλευστος
- ἔκπλευσις
- ἰνδικοπλεύστης
- παλίμπλευσις
- πλευσία
- πλεύσιμος
- πλευσμός
- πλευστέος
- πλεύστης
- πλευστικός
- πλευστικῶς
- πλευστός
- πλευτικός
→ και δείτε τη λέξη πλέω για θέματα πλε-, πλω- πλου-
Πηγές
- πλεῦσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πλεῦσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πλέω < *πλέϜ-ω + -σις[1]
Συγγενικά
θέμα πλευσ-
- ἀνάπλευσις
- ἄπλευστος
- ἀποπλευστέον
- δυσπαράπλευστος
- ἔκπλευσις
- ἐπίπλευσις
- παραπλευστέος
- πλευστέον
- πλευστέος
- πλευστικός
→ και δείτε τη λέξη πλέω για θέματα πλε-, πλω- πλου-
Αναφορές
- «πλέω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πλεῦσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.