πλευστότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλευστότητα | οι | πλευστότητες |
| γενική | της | πλευστότητας | των | πλευστοτήτων |
| αιτιατική | την | πλευστότητα | τις | πλευστότητες |
| κλητική | πλευστότητα | πλευστότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλευστότητα < πλευστός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική navigability[1])
- πλευσιμότητα
- πλωτότητα
Μεταφράσεις
πλευστότητα
|
- πλευστότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.