πλωτάρχης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πλωτάρχης οι πλωτάρχες
      γενική του
του/της
πλωτάρχη
πλωτάρχου
των πλωταρχών
    αιτιατική τον/την πλωτάρχη τους/τις πλωτάρχες
     κλητική πλωτάρχη
(πλωτάρχα)
πλωτάρχες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης».
Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό.
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλωτάρχης < ελληνιστική κοινή πλωτάρχης (οδηγός πλοίου).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πλωτ(ός) + -άρχης

Ουσιαστικό

πλωτάρχης αρσενικό ή θηλυκό

  • (στρατιωτικός βαθμός) βαθμός ανώτερου αξιωματικού στο πολεμικό ναυτικό / λιμενικό σώμα, αντίστοιχος του ταγματάρχη στο στρατό ξηράς

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.