πλοιάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλοιάριο | τα | πλοιάρια |
| γενική | του | πλοιάριου | των | πλοιάριων |
| αιτιατική | το | πλοιάριο | τα | πλοιάρια |
| κλητική | πλοιάριο | πλοιάρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- PAGENAME< (καθαρεύουσα) πλοιάριον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλοιάριον. Μορφολογικά αναλύεται σε πλοί(ο) + -άριο
Μεταφράσεις
πλοιάριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.