πνεύμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πνεύμονας | οι | πνεύμονες |
| γενική | του | πνεύμονα | των | πνευμόνων |
| αιτιατική | τον | πνεύμονα | τους | πνεύμονες |
| κλητική | πνεύμονα | πνεύμονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πνεύμονας < αρχαία ελληνική πνεύμων
Ουσιαστικό
πνεύμονας αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
