πνεύμονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πνεύμονας οι πνεύμονες
      γενική του πνεύμονα των πνευμόνων
    αιτιατική τον πνεύμονα τους πνεύμονες
     κλητική πνεύμονα πνεύμονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πνεύμονας < αρχαία ελληνική πνεύμων

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpnev.mo.nas/
διάγραμμα των ανθρώπινων πνευμόνων

Ουσιαστικό

πνεύμονας αρσενικό

  1. το καθένα από τα δύο εσωτερικά όργανα της αναπνοής που βρίσκονται στο στήθος των σπονδυλόζωων
  2. (μεταφορικά) μεγάλη έκταση με πράσινο (πάρκο, άλσος κ.λπ.)
    θα φτιαχτούν νέοι πνεύμονες πρασίνου στην πόλη

Συγγενικά

Σύνθετα

  • πνευμονο- & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πνευμονο- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.