αιμόφυρτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιμόφυρτος η αιμόφυρτη το αιμόφυρτο
      γενική του αιμόφυρτου της αιμόφυρτης του αιμόφυρτου
    αιτιατική τον αιμόφυρτο την αιμόφυρτη το αιμόφυρτο
     κλητική αιμόφυρτε αιμόφυρτη αιμόφυρτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιμόφυρτοι οι αιμόφυρτες τα αιμόφυρτα
      γενική των αιμόφυρτων των αιμόφυρτων των αιμόφυρτων
    αιτιατική τους αιμόφυρτους τις αιμόφυρτες τα αιμόφυρτα
     κλητική αιμόφυρτοι αιμόφυρτες αιμόφυρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αιμόφυρτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἱμόφυρτος[1] < αἷμα + φύρω + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈmo.fiɾ.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιμόφυρτος

Επίθετο

αιμόφυρτος, -η, -ο

  1. γεμάτος αίματα από τις πληγές του
  2. (μεταφορικά) που έχει υποστεί πληθώρα ζημιών και θανάτων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.