αιμόφυρτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιμόφυρτος | η | αιμόφυρτη | το | αιμόφυρτο |
| γενική | του | αιμόφυρτου | της | αιμόφυρτης | του | αιμόφυρτου |
| αιτιατική | τον | αιμόφυρτο | την | αιμόφυρτη | το | αιμόφυρτο |
| κλητική | αιμόφυρτε | αιμόφυρτη | αιμόφυρτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιμόφυρτοι | οι | αιμόφυρτες | τα | αιμόφυρτα |
| γενική | των | αιμόφυρτων | των | αιμόφυρτων | των | αιμόφυρτων |
| αιτιατική | τους | αιμόφυρτους | τις | αιμόφυρτες | τα | αιμόφυρτα |
| κλητική | αιμόφυρτοι | αιμόφυρτες | αιμόφυρτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αιμόφυρτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἱμόφυρτος[1] < αἷμα + φύρω + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈmo.fiɾ.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μό‐φυρ‐τος
Επίθετο
αιμόφυρτος, -η, -ο
- γεμάτος αίματα από τις πληγές του
- (μεταφορικά) που έχει υποστεί πληθώρα ζημιών και θανάτων
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αιμόφυρτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.