πλους

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλους οι πλόες
      γενική του πλου των πλόων
    αιτιατική τον πλου
& πλουν
τους πλόες
& πλόους
     κλητική πλου πλόες
Δείτε την αρχαία κλίση του πλόος και πλοῦς.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλοῦς, αττικός συνηρημένος τύπος του πλόος

Ουσιαστικό

πλους αρσενικό

  1. η ενέργεια του πλέω, το ταξίδι ενός πλοίου στη θάλασσα
  2. (σπάνιο) το ταξίδι ενός αερόστατου

Σύνθετα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πλέω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.