συμπλέω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συμπλέω < αρχαία ελληνική συμπλέω < σύν + πλέω

Ρήμα

συμπλέω

  1. (κυριολεκτικά) (για πλοίο) πλέω προς την ίδια κατεύθυνση μαζί με άλλο πλοίο
  2. (μεταφορικά) συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη ή απόψεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.